βράδυνε

βράδυνε
βράδῡνε , βραδύνω
make slow
pres imperat act 2nd sg
βράδῡνε , βραδύνω
make slow
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
βράδῡνε , βραδύνω
make slow
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαθυστέρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν καθυστέρησε, δε βράδυνε: Τις επιστολές και τα δείγματα τα πήραμε ακαθυστέρητα. 2. αυτός που δεν είναι πίσω από τους άλλους σε προοδευτικότητα κτλ.: Είναι χώρα ακαθυστέρητη από κάθε πλευρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταπόκριση — η επικοινωνία προφορική ή γραπτή· συνήθ. δημοσίευμα εφημερίδας που στάλθηκε από ανταποκριτή της: Η ανταπόκριση που στάλθηκε από το Τόκιο βράδυνε να φτάσει στην εφημερίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”